ρομβία

ρομβία
η, Ν
(παλαιότερα) έγχορδο μουσικό όργανο που παιζόταν με περιστροφή κυλίνδρου και επαναλάμβανε ορισμένα μουσικά κομμάτια, κν. λατέρνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνική ανάγνωση τής ιταλ. φίρμας ΡΟΜΒΙΑ που ήταν γραμμένη πάνω στο μουσικό αυτό όργανο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ρομβία — η (λ. ιταλ.), είδος έγχορδου οργανέτου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εκκλησιαστικό όργανο — Μουσικό όργανο με πλήκτρα, εφοδιασμένο με ειδικούς αυλούς για την παραγωγή του ήχου και με φυσερά, που εξασφαλίζουν την πίεση του αέρα. Τα φυσερά παλαιότερα ήταν χειροκίνητα, αλλά πλέον λειτουργούν με ηλεκτρισμό. Η ιστορία του ε.ο. είναι… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Φωνογράφου και Παλαιών Ενθυμημάτων (Λευκάδας) — Είναι εκπληκτικό το πόσα πολλά αντικείμενα έχουν χωρέσει στα περίπου δέκα τετραγωνικά μέτρα ενός ισόγειου χώρου, πολύ κοντά στην κεντρική πλατεία της Λευκάδας (Κωνσταντίνου Καλκάνη 12), που καταλαμβάνει αυτό το μουσείο. Τα περισσότερα αντικείμενα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”